- ὀλιγόθερμος
- ὀλιγόθερμοςhaving little heatmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολιγόθερμος — η, ο (Α ὀλιγόθερμος, ον) (συν. για ζώα) αυτός που έχει λίγη θερμότητα, χαμηλή θερμοκρασία («μαλακόδερμα γ οὖν γεννῶσι, διὰ γὰρ τὸ εἶναι ὀλιγόθερμα, οὖ ξηραίνει αὐτῶν ἡ φύσις τὸ ἔσχατον», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + θερμός… … Dictionary of Greek
ὀλιγοθερμότερον — ὀλιγόθερμος having little heat adverbial comp ὀλιγόθερμος having little heat masc acc comp sg ὀλιγόθερμος having little heat neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγόθερμον — ὀλιγόθερμος having little heat masc/fem acc sg ὀλιγόθερμος having little heat neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγόθερμα — ὀλιγόθερμος having little heat neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγόθερμοι — ὀλιγόθερμος having little heat masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμός — Είδος δοχείου που αποσκοπεί στη διατήρηση της θερμοκρασίας των τροφών ή των υγρών που περιέχει. Αποτελείται από ένα γυάλινο δοχείο με διπλά τοιχώματα, ανάμεσα στα οποία δημιουργείται κενό αέρα, και από ένα προστατευτικό κάλυμμα που το περιβάλλει … Dictionary of Greek
λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… … Dictionary of Greek
ολιγοθερμία — η (Μ ὀλιγοθερμία) [ολιγόθερμος] το να έχει κάποιος λίγη θερμότητα, χαμηλή θερμοκρασία … Dictionary of Greek
ὀλιγοθερμοτέραν — ὀλιγοθερμοτέρᾱν , ὀλιγόθερμος having little heat fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)